κατάλεγμα

κατάλεγμα
κατάλεγμα, τὸ (AM) [καταλέγω (II)]
μσν.
στιχούργημα με ερωτικό περιεχόμενο
αρχ.
θρήνος, μοιρολόι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κατάλεγμα — dirge neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταλέγματα — κατάλεγμα dirge neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταλέγματος — κατάλεγμα dirge neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”